ακαθάριστος — η, ο [καθαρίζω] 1. αυτός που δεν έχει καθαριστεί, ο ακάθαρτος «ακαθάριστο σπίτι», «ακαθάριστο ποτήρι» 2. εκείνος πού δεν έχει απαλλαχθεί από ξένες ουσίες ή απορρίμματα «ακαθάριστο σιτάρι», «ακαθάριστο χωράφι» 3. ο αξεφλούδιστος «ακαθάριστα μήλα»… … Dictionary of Greek
άγναφος — και φτος, η, ο (Α ἄγναφος, ον και ἄγναπτος, ον) [γνάπτω] (για υφάσματα ή ενδύματα) αυτός που δεν λευκάνθηκε, δεν ξάνθηκε, δεν λαναρίστηκε νεοελλ. 1. (για δέρματα) ακατέργαστος ή ατελώς κατεργασμένος, ξηρός, τραχύς 2. (για ανθρώπους και ζώα) αυτός … Dictionary of Greek
άλοπος — ἄλοπος, ον (Α) [λέπω] αλέπιστος, αλανάριστος, ακαθάριστος (κυρίως για το καλάμι τού λιναριού) … Dictionary of Greek
ακάθαρτος — η, ο (Α ἀκάθαρτος, ον) 1. αυτός που δεν είναι καθαρός, ο βρόμικος, ο λερωμένος 2. (για τον αέρα) ο μολυσμένος 3. ακάθαρτος στην ψυχή, διεφθαρμένος 4. αυτός που δεν έχει καθαρθεί, δεν έχει εξαγνιστεί 5. (για υγρά ή στερεά) εκείνος που περιέχει… … Dictionary of Greek
ακαθάριγος — η, ο ο ακαθάριστος … Dictionary of Greek
ακατάτακτος — η, ο (Α ἀκατάτακτος, ον) (νεοελλ. και ακατάταχτος) [κατατάσσω] εκείνος, τον οποίο δεν μπορεί κανείς να κατατάξει στη σωστή θέση, να προσδιορίσει νεοελλ. 1. όποιος δεν έχει καταταχθεί στον στρατό, στο ναυτικό κ.λπ. 2. ο ατακτοποίητος «ακατάτακτος… … Dictionary of Greek
αλέπιστος — η, ο (AM ἀλέπιστος, ον) [λεπίζω] νεοελλ. αρχ. αυτός που δεν έχει λέπια νεοελλ. αυτός που δεν τού αφαιρέθηκαν τα λέπια 2. αυτός που δεν τού αφαιρέθηκε η φλούδα μσν. (για τη λινοκαλάμη) αλανάριστος, ακαθάριστος … Dictionary of Greek
αλαγάριστος — η, ο [λαγαρίζω] (για υγρά και μέταλλα) αυτός που δεν διυλίστηκε ή δεν αποστάχθηκε, ακατακάθιστος, ακαθάριστος, θολός, θαμπός (π. χ. «αλαγάριστο κρασί» και μτφ. «αλαγάριστες ιδέες», συγκεχυμένες, μπερδεμένες) … Dictionary of Greek
αλανάριστος — η, ο 1. (για το μαλλί) αυτός που δεν λαναρίστηκε, ο άξαστος 2. (για το λινοκαλάμι) ακαθάριστος, αξεφλούδιστος. [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερητ. + λαναριστός < λαναρίζω] … Dictionary of Greek
απάστρευτος — η, ο αυτός που δεν έχει παστρευθεί, ο ακαθάριστος … Dictionary of Greek